Προδιαβήτης
Ως προδιαβήτης, ορίζεται η κατάσταση κατά την οποία τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα είναι μεν πάνω από τα φυσιολογικά, δεν πληρούν όμως τα κριτήρια για να τεθεί η διάγνωση του Σακχαρώδη Διαβήτη. Τα άτομα με προδιαβήτη, θεωρείται ότι έχουν αυξημένες πιθανότητες ανάπτυξης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 σε ένα βάθος χρόνου 2 με 10 χρόνια, αν δεν εφαρμοστούν οι κατάλληλες παρεμβάσεις. Επίσης, μελέτες δείχνουν συσχέτιση του προδιαβήτη με άλλες νοσολογικές καταστάσεις, όπως παχυσαρκία, υπέρταση, διαταραχές των λιπιδίων αλλά και αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Ακρογωνιαίος λίθος της αντιμετώπισης του προδιαβήτη αποτελεί η υιοθέτηση ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής. Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης των ΗΠΑ, οι άνθρωποι με προδιαβήτη που χάνουν το 5-7% του σωματικού βάρους τους, μπορούν να μειώσουν τις πιθανότητες να διαγνωστούν με διαβήτη τύπου 2 έως και κατά 58%. Πιο συγκεκριμένα λοιπόν, προτείνονται: Απώλεια τουλάχιστον 7% του σωματικού βάρους Υιοθέτηση διατροφικού προτύπου κατάλληλου για προδιαβήτη. Τακτική καθημερινή άσκηση. Όσον αφορά στη διατροφή, στην προσπάθεια απώλειας βάρους και αποφυγής του προδιαβήτη απαιτείται η τήρηση ενός εξισορροπημένου προγράμματος διατροφής ανάλογου με αυτό που δίνεται σε άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, το οποίο θα πρέπει να σχεδιάζεται από τον ειδικά καταρτισμένο κλινικό διατροφολόγο. Το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει κυρίως πρωτεΐνη υψηλής βιολογικής αξίας (όπως άπαχα κρέατα, ψάρια και ασπράδια αυγών), φυτικές ίνες (όπως λαχανικά, άγουρα φρούτα και δημητριακά ολικής άλεσης), καλά λιπαρά οξέα (από σολομό, αμύγδαλα, αβοκάντο) και θα πρέπει να περιορίζει τα σάκχαρα (ζάχαρη, γλυκά), τα αμυλούχα τρόφιμα (όπως πατάτα, ζυμαρικά, ψωμί) και τα ζωικά λίπη. Ο γλυκαιμικός δείκτης καθορίζει τον τρόπο που μια συγκεκριμένη τροφή μπορεί να επηρεάσει το σάκχαρο στο αίμα. Οι τροφές με υψηλό ΓΔ θα αυξήσουν το σάκχαρο του αίματός γρηγορότερα. Αντίθετα, εκείνες που κατατάσσονται χαμηλά στην κλίμακα είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσουν αιχμές. Γενικά, οι τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε ίνες έχουν χαμηλό ΓΔ, ενώ οι επεξεργασμένες τροφές έχουν υψηλό. Κανέλα (Κεϋλάνης): η κανέλα είναι μια πλούσια πηγή πολυφαινολών και έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει τη γλυκόζη του αίματος και την αντίσταση στην ινσουλίνη. Μια μελέτη του 2011 που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal of Medicinal Food διαπίστωσε ότι η πρόσληψη κανέλας είχε ως αποτέλεσμα μια στατιστικά σημαντική μείωση των επιπέδων της γλυκόζης νηστείας στο αίμα. Η πρόσληψη κανέλας έχει αποδειχθεί ωφέλιμη όταν λαμβάνεται σε ποσότητες 1 έως και 6 γραμμαρίων, που μεταφράζεται ως 1½ κ.γλ. στο μέγιστο. Μαγνήσιο: η ανεπάρκεια μαγνησίου είναι μια από τις σημαντικές ανεπάρκειες θρεπτικών ουσιών σε ενήλικες, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε άλλες ανεπάρκειες θρεπτικών ουσιών, προβλήματα ύπνου και υπέρταση που αποτελούν παράγοντες κινδύνου εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη. Σημαντικές πηγές μαγνησίου αποτελούν τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, το αβοκάντο, τα όσπρια, και οι ξηροί καρποί, ενώ υπάρχει και στο εμπόριο σε μορφή συμπληρώματος διατροφής. Συμπερασματικά, ο προδιαβήτης αποτελεί ένα ισχυρό «σήμα κινδύνου» για την κατάσταση της υγείας, το οποίο θα πρέπει να αξιολογείται και να αντιμετωπίζεται με τη δέουσα προσοχή. Γι’ αυτό είναι σημαντικό, όσοι βρίσκονται σε αυτό το προδιαβητικό στάδιο να επισκεφτούν έγκαιρα τον ιατρό τους, ώστε να λάβουν τις απαραίτητες οδηγίες και να προλάβουν την εξέλιξή του σε σακχαρώδη διαβήτη.